- προσβαίνω
- Α [βαίνω]1. επιβαίνω, πατώ σε κάτι («εἷλκον δὲ τὰς νευράς, ὁπότε τοξεύοιεν, πρὸς τὸ κάτω τοῡ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες», Ξεν.)2. προσεγγίζω, πλησιάζω σε κάποιο μέρος («Ἀργεῑοι προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν», Ξεν.)3. ανέρχομαι, ανεβαίνω («προσέβαινον ἐξ ἑκατέρου μέρους πρὸς τὸν λόφον», Πολ.)4. περπατώ («πῶς γὰρ ἂν νοσῶν ἀνὴρ κῶλον παλαιᾷ κηρὶ προσβαίη μακράν;», Σοφ.)5. μτφ. επέρχομαι, καταλαμβάνω («τίς σε... προσέβη μανία;», Σοφ.)6. ενηλικιώνομαι, μεγαλώνω7. ενώνομαι με ομάδα.
Dictionary of Greek. 2013.